- Σαβαζίου
- Σαβάζιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαβάζιος — Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους … Dictionary of Greek
σαβοί — Α επιφών. κραυγή τών Σαβών, δηλ. τών λάτρεων τού Σαβαζίου, η οποία ακουγόταν κατά την εορτή του (««εὐοῑ σαβοῑ», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαβ άζω (Ι) «συμμετέχω στην εορτή τού Σαβαζίου ή τού Βάκχου» (πρβλ. επιφών. εὐοῖ)] … Dictionary of Greek
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek
Σάβος — Ποταμός της βόρειας πρώην Γιουγκοσλαβίας, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που φτάνει στο Βελιγράδι ύστερα από ρου 712 χλμ (είναι ο μακρύτερος ποταμός που ρέει σε όλο το μήκος του στη Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Βοσνία Ερζεγοβίνη). Πηγάζει από τη… … Dictionary of Greek
Σαβαζιαστές — οι / Σαβαζιασταί, ΝΑ μυθ. οι λάτρες τού θεού Σαβαζίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβάζιος + κατάλ. ιαστής, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *σαβαζιάζω (πρβλ. Ποσειδων ιασταί)] … Dictionary of Greek
Σαβασμός — ὁ, Α [σαβάζω (Ι)] η εορτή τού Σαβαζίου ή Βάκχου … Dictionary of Greek
σαβάζω — (I) και σαββάζω Α [Σαβάζιος] συμμετέχω στην εορτή τού Σαβαζίου, στα Σαβάζια μυστήρια. (II) Α (κατά τον Ησύχ.) «σαβάξας διασκεδάσας, διασαλεύσας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. τού επιθ. σαβακός] … Dictionary of Greek
σαβαί — Α κραυγή τών βακχευομένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαβ άζω (Ι) «συμμετέχω στην εορτή τού Σαβαζίου ή Βάκχου», κατά το επιφώνημα εὐαῑ] … Dictionary of Greek
σαβακός — ή, όν, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Χίους) «σαθρός» 2. (για έλκος) αυτός που έχει σαπίσει ή ο σχεδόν σάπιος 3. συντετριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα ακός (πρβλ. μαλ ακός, τριβ ακός). Η σύνδεση με το όν … Dictionary of Greek